- συναπτικός
- -ή, -ό, / συναπτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [συνάπτω]κατάλληλος στο να συνάπτει, συνδετικόςνεοελλ.1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύναψη τών νευρικών κυττάρων («συναπτικός χώρος»)2. φρ. α) «συναπτική σχισμή»βιολ. χώρος μεταξύ τών πλασματικών μεμβρανών στις συνάψεις δύο νευρικών κυττάρων ή ενός νευρώνα και ενός άλλου κυττάρου, με πλάτος ίσο ή λίγο μεγαλύτερο τών 20 νανομέτρωνβ) «συναπτικό κυστίδιο»βιολ. καθένα από τα στρογγυλά κυστίδια που απελευθερώνονται στις συνάψεις δύο νευρικών κυττάρων ή ενός νευρώνα και ενός άλλου κυττάρου, κατά τη διέγερση από μια νευρική ώσηγ) «συναπτική μεταβίβαση»βιολ. η μεταβίβαση τών μηνυμάτων που γίνεται μεταξύ τών συνάψεων δύο νευρικών κυττάρων ή μεταξύ ενός νευρώνα και ενός άλλου κυττάρουαρχ.1.(για το ψύχος) αυτός που έχει την ιδιότητα να πήζει, να παγώνει2. φρ. «συναπτικὸς σύνδεσμος» ή, απλώς, «συναπτικός» — συμπλεκτικός σύνδεσμος.επίρρ...συναπτικῶς Ασυναπτώς.
Dictionary of Greek. 2013.